λακωνίζω
German (Pape)
[Seite 9] 1) den Lakonen spielen, den Lacedämoniern in Lebensart, Kleidung, Sitten nachahmen, was oft in ein äußeres Nachäffen der roheren Form ausartete, vgl. Eupolis bei Ath. I, 17 d; Plat. Prot. 324 e; Dem. 59, 36; τῇ διαίτῃ, Plat. Alcib. 23 (vgl. λακωνιστής); bes. auch lakonisch, kurz, kräftig u. schlagend sprechen, Plut. u. Sp. – 2) es mit den Lacedämoniern halten, von ihrer Partei sein; Xen. Hell. 4, 4, 2. 7, 1, 44; Isocr. u. A.
French (Bailly abrégé)
1 imiter les Lacédémoniens (pour les mœurs, le genre de vie, le langage);
2 être du parti des Lacédémoniens.
Étymologie: Λάκων.
Greek Monolingual
(Α λακωνίζω) Λάκων
εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῑν»)
αρχ.
1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ' ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.)
2. ψελλίζω, τραυλίζω
3. διάκειμαι φιλικά προς τους Λάκωνες, ανήκω σε φιλοσπαρτιατικό κόμμα ή μερίδα, υποστηρίζω τους Λάκωνες
4. ρέπω προς την παιδεραστία.