λεπτολογώ
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
-έω και -άω (AM λεπτολογῶ, -έω) λεπτολόγος
εξετάζω κάτι με κάθε λεπτομέρεια και με πολλή ακρίβεια, εξονυχίζω, ψιλολογώ, ψιλοκοσκινίζω («μην τά λεπτολογείς πολύ τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχει λόγος»)
μσν.
διηγούμαι ή περιγράφω κάτι με λεπτομέρειες, με ακρίβεια
αρχ.
μέσ. λεπτολογοῡμαι, -έομαι) εξετάζω κάτι σοφιστικά.