λιθογραφία

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της εκτύπωσης εικόνων ή κειμένων που έχουν προηγουμένως σχεδιαστεί με λιπαρή ουσία στην επιφάνεια ασβεστολιθικής πλάκας
2. το λιθογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographie < lith(o)- (βλ. λιθ[[ο-]) + -graphie (< -γραφία < -γράφος < -γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1817, στον Φιλολογικό Τηλέγραφο, φιλολογικό παράρτημα της εφημερίδας Ελληνικός Τηλέγραφος]].