μεροληψία
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. σύνταξη με το μέρος κάποιου, μεροληπτική στάση, έλλειψη αντικειμενικότητας στην κρίση για λόγους συμφέροντος
2. μονομέρεια, φανατισμός στις αντιλήψεις ή στις κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].