Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεροληψία

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

η
1. σύνταξη με το μέρος κάποιου, μεροληπτική στάση, έλλειψη αντικειμενικότητας στην κρίση για λόγους συμφέροντος
2. μονομέρεια, φανατισμός στις αντιλήψεις ή στις κρίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερολήπτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].