μενεδήιος

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source

Greek (Liddell-Scott)

μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.

English (Autenrieth)

(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].