μενεδήιος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.

English (Autenrieth)

(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. αδήιος)].

Middle Liddell

μενε-δήιος, ον
standing against the enemy, staunch, steadfast, Il.; doric -δάϊος, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γενναῖος). Ἀπό τό μένος + δήιος ἤ δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπό τό δαίω (=καίω).