μετακίνηση

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

Greek Monolingual

η (ΑM μετακίνησις) μετακινώ
αλλαγή θέσης, μετάθεση, μετατόπιση
νεοελλ.
1. μετάβαση από έναν τόπο σε άλλο
2. βιολ. η αρχική μετατόπιση τών χρωματοσωμάτων κατά τη μίτωση, με τη λήξη της οποίας αυτά διατάσσονται σε ένα ισημερινό επίπεδο μεταξύ τών πόλων, σχηματίζοντας τη μεταφασική πλάκα ή στεφάνη
μσν.
(για επίσκοπο) μετάθεση από μια εκκλησία σε άλλη
μσν.-αρχ.
εξάρθρωση
αρχ.
1. αστρον. στροφή γύρω από άξονα
2. μτφ. αλλαγή, μεταβολή («τῇ ἐς τὸ βαρβαρικώτερον μετακινήσει», Αρρ.).