μεταπήδηση
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
η (Α μεταπήδησις) μεταπηδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπηδώ, η αλλαγή θέσης με άλμα
νεοελλ.
μτφ. προσχώρηση κάποιου σε άλλη πολιτική αντίληψη ή παράταξη από εκείνη στην οποία ανήκε, αποστασία, αποσκίρτηση («η μεταπήδησή του στο κόμμα της αντιπολίτευσης ξάφνιασε τους οπαδούς του»)
αρχ.
διάλειμμα ανάμεσα στις μουσικές νότες.