μεταπήδηση

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

η (Α μεταπήδησις) μεταπηδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπηδώ, η αλλαγή θέσης με άλμα
νεοελλ.
μτφ. προσχώρηση κάποιου σε άλλη πολιτική αντίληψη ή παράταξη από εκείνη στην οποία ανήκε, αποστασία, αποσκίρτηση («η μεταπήδησή του στο κόμμα της αντιπολίτευσης ξάφνιασε τους οπαδούς του»)
αρχ.
διάλειμμα ανάμεσα στις μουσικές νότες.