μεταπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπήγνυμι Medium diacritics: μεταπήγνυμι Low diacritics: μεταπήγνυμι Capitals: ΜΕΤΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: metapḗgnymi Transliteration B: metapēgnymi Transliteration C: metapignymi Beta Code: metaph/gnumi

English (LSJ)

   A transfer to another place, in Med., πρὸς τὰ δένδρα τὴν καλιάν transfer its nest to the trees instead, D.Chr.72.14.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πήγνυμι), auf einer andern Stelle befestigen, im med., τὴν καλιάν, sich das Nest auf einem andern Baume machen, Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπήγνυμι: πήγνυμι, κτίζω εἰς ἕτερον μέρος· - μέσ., μεταπήγνυσθαι τὴν καλιάν, κτίζειν αὐτὴν εἰς ἄλλο μέρος, Δίων Χρ. 2. 387.

Greek Monolingual

μεταπήγνυμι (Α)
ιδρύω ή στήνω σε κάποιο άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πήγνυμι «στήνω, στερεώνω»].