μετοχικός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοχικός Medium diacritics: μετοχικός Low diacritics: μετοχικός Capitals: ΜΕΤΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: metochikós Transliteration B: metochikos Transliteration C: metochikos Beta Code: metoxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to a partnership, PStrassb. 116.10 (i A. D.).    II participial, ὄνομα, σύνταξις, D.H.Amm.2.12, A.D.Synt.84.23, cf. Eust.32.33, 138.15. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. τέθηπα.

German (Pape)

[Seite 162] ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.

Greek (Liddell-Scott)

μετοχικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μετέχειν, Εἰρην. 1131C, Ψευδο-Διονύσ. 332Α. 2) ὁ εἰς μετοχὴν ἀνήκων, οὐκ ἔστι δὲ ὁ Ἀπόλλων μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν Ἀπόλλοντος Εὐστ. 32. 33, 138. 15, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 340C, Φώτ. καὶ λ. - Ἐπίρρ. μετοχικῶς, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μετοχικός, -ή, -όν) μετοχή
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή
νεοελλ.
1. αυτός που εκφέρεται με μετοχήμετοχικός προσδιορισμός»)
2. (οικον.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή ή στον μέτοχο μιας επιχείρησης («μετοχικό κεφάλαιο»)
3. φρ. φυσ. α) «μετοχική κίνηση» — η κίνηση ενός σώματος που συνδέεται με ένα κινούμενο σύστημα αναφοράς, το οποίο παρασύρει το σώμα κατά τη δική του κίνηση
β) «μετοχική ταχύτητα» — η ταχύτητα της μετοχικής κίνησης ενός σώματος, η οποία καθορίζεται από τη σχετική και την απόλυτη ταχύτητα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετοχικόν
η μετοχή.
επίρρ...
μετοχικώς και μετοχικά (Α μετοχικῶς)
με μετοχικό τρόπο, με συμμετοχή.