μηλιά

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

και μηλέα, η (ΑΜ μηλέα, Α ποιητ. τ. μηλείη)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του
αρχ.
φρ. α) «μηλέα ἡ Ἀρμενική» — η βερικοκιά
β) «μηλέα ἡ Περσική» — η ροδακινιά
γ) «μηλέα ἡ Μηδική» — η λεμονιά
δ) «μηλέα ἡ Κυδωνία» — η κυδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) (πρβλ. κυν-έα συκ-έα). Ο τ. μηλιά από το μηλέα με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].