μοντάζ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
Greek Monolingual
το
1. τεχνολ. συναρμολόγηση, μοντάρισμα
2. (γραφ. τεχν.) η τοποθέτηση τών επεξεργασμένων σε προηγούμενες φάσεις κειμένων, φωτογραφιών, τίτλων και άλλων μερών ενός εντύπου πριν από την εκτύπωσή του με βάση ένα πρότυπο-υπόδειγμα, το «κασέ», και η συγκρότησή τους σε σελίδες και τυπογραφικά φύλλα προκειμένου αυτά να προωθηθούν στις επόμενες φάσεις της εκτυπωτικής διαδικασίας
3. κινημ. η τελική φάση της δημιουργίας μιας κινηματογραφικής ταινίας κατά την οποία τοποθετούνται στη σειρά τα ξεχωριστά πλάνα σε ένα ενιαίο τμήμα, τη σεκάνς, και στη συνέχεια γίνεται η σύνθεση όλων τών σεκάνς σε ενιαίο σύνολο και ο συνδυασμός τους με τον ήχο, σύμφωνα με τη διαδοχή που προκύπτει από το σενάριο και με τις υποδείξεις του σκηνοθέτη
4. (φωτογρ.) α) η συνένωση διαφόρων φωτογραφιών ή εικόνων, ανεξάρτητων ή σχετικών μεταξύ τους, σε ενιαίο σύνολο, καθώς και το σύνολο που προκύπτει από τη διαδικασία αυτή
β) η συναρμολόγηση κομματιών από διάφορες φωτογραφίες, με σκοπό να δοθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για αυθεντική φωτογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. montage < monter «συνδέω, συνθέτω» < λατ. mons, montis «βουνό, σωρός»].