μόλυσμα

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόλυσμα Medium diacritics: μόλυσμα Low diacritics: μόλυσμα Capitals: ΜΟΛΥΣΜΑ
Transliteration A: mólysma Transliteration B: molysma Transliteration C: molysma Beta Code: mo/lusma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A spot, taint, Hierocl. in CA26p.478M., Sch.rec. A.Pers.576.

German (Pape)

[Seite 201] τό, der Schmutz, Fleck, die Unreinigkeit, Schol. Aesch. Pers. 577 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόλυσμα: τό, μίασμα, κηλίς, ἀκαθαρσία, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.

Greek Monolingual

το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) μολύνω
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ.
2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας
μσν.-αρχ.
μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα, μόλυνση.