μυρμηκώδης

From LSJ
Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώδης Medium diacritics: μυρμηκώδης Low diacritics: μυρμηκώδης Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkṓdēs Transliteration B: myrmēkōdēs Transliteration C: myrmikodis Beta Code: murmhkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.

German (Pape)

[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.

Greek Monolingual

μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.