μουντζώνω

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

και μουτζώνωμουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ.
1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία της μούντζας, φασκελώνω
2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και ψάξε για άλλη δουλειά»)
μσν.
1. αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά ή με ακαθαρσίες για τιμωρία και διαπόμπευση, εξευτελίζω
2. προσβάλλω, ντροπιάζω κάποιον με τις πράξεις μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα].