νοικοκυρεύω

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

νοικοκύρης
1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τον αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί»)
2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης
3. μέσ. νοικοκυρεύομαι
γίνομαι συνετός στη διαχείριση τών οικονομικών και αποφεύγω να κάνω σπατάλες.