μποϊκοτάζ
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Greek Monolingual
και μποϋκοτάζ, το
οικονομικός πόλεμος εναντίον ατόμου, επιχείρησης ή χώρας με λήψη διαφόρων μέτρων, όπως είναι ο αποκλεισμός, η διακοπή κάθε οικονομικής σχέσης, η αποφυγή κατανάλωσης, η άρνηση εξυπηρέτησης, η παρεμπόδιση εργασίας κ.ά., ο οποίος αποσκοπεί κυρίως στον εξαναγκασμό σε εκτέλεση ή μη μιας πράξης, στην αλλαγή στάσης ή τακτικής ή στην κάμψη και υποταγή του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boycottage < αγγλ. boycott, από το όν. του Άγγλου κτηματία James Boycott, που οι καλλιεργητές του του αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία].