μύλλος
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ὁ, an edible sea-fish, prob.
A Sciaena umbra, Ar.Fr.414, Ephipp.12.4; brought salted from the Black Sea, Gal.6.729,747; a similar fish found in the Danube, Ael.NA14.23; cf. μύλος 11, πλατίστακος.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, ein Meerfisch, mullus, der eingesalzen vom schwarzen Meere kam, sich auch in der Donau fand, Ath. III, 118 b XIV, 647 a Ael. H. A. 24, 23; bei Opp. Hal. 1, 130 μύλος. τό, dasselbe, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μύλλος: ὁ, ἐδώδιμος ἰχθὺς θαλάσσιος διάφορος τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· μύλος [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο μέγας, λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο πλατίστακος, πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: DELG étym. douteuse, pê μέλας.
Greek Monolingual
μύλλος, ὁ (Α)
το ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus].