μυττός

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττός Medium diacritics: μυττός Low diacritics: μυττός Capitals: ΜΥΤΤΟΣ
Transliteration A: myttós Transliteration B: myttos Transliteration C: myttos Beta Code: mutto/s

English (LSJ)

όν,

   A dumb, Hsch.    II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.

German (Pape)

[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.

Greek Monolingual

μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].