μώνυξ

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

μῶνυξ, -υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α)
(για ζώα) μονώνυχος, που έχει ένα μόνο νύχι, μία οπλή σε κάθε πόδι (α. «μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.
β. «μώνυχες ὗες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. μῶνυξ < μον(ο)-ονυξ, με ανομοιωτική προβολή του -ν- και συναίρεση. Σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε σμ-ῶνυξ, που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ( sm-) της ΙΕ ρίζας sem- «ένας» (πρβλ. μία) και τη λ. ὄνυξ, ὄνυχος, άρα σμ-ῶνυξ «με ένα νύχι». Η παλαιότερη άποψη δεν γίνεται δεκτή κυρίως γιατί η λ. είναι πολύ παλιά και η λ. μόνος ως α' συνθετικό (μονο-) μαρτυρείται αργότερα].