νεανιεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνῐεύομαι Medium diacritics: νεανιεύομαι Low diacritics: νεανιεύομαι Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: neanieúomai Transliteration B: neanieuomai Transliteration C: neanieyomai Beta Code: neanieu/omai

English (LSJ)

(Act. only in Hsch.), fut.

   A -εύσομαι D.19.242: aor. ἐνεανιευσάμην Id.21.69:—Pass. (v. infr.):—to be a youth, Ph.1.303, Poll. 2.20.    II more freq., act like a hot-headed youth, wilfully or wantonly, swagger, Ar.Fr.827, Lys Fr.324 S.; ν. εἰς τοὺς πολίτας behave so towards... Isoc.20.17, cf. Hyp.Eux.27; ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 482c; νεανιευσάμενος εἰπεῖν with youthful insolence, Plu.Cic.1:— Pass., ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις to all his wanton acts, D. 21.18; τὰ ἐν τῇ βουλῇ νεανιευθέντα Plu.Mar.29.    2 make youthful, i.e. bold, promises, c. Adj. neut., ν. τοιοῦτον, ὡς . . D.19.194; οὐδ' ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδέν Id.21.69; μέχρι τοῦ λόγου ν. Luc.Bis Acc. 21: c. inf., undertake with youthful spirit, Plu.Dem.3.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνῐεύομαι: μέλλ. -εύσομαι Δημ. 416. 23: ἀόρ. ἐνεανιευσάμην αὐτόθι: - Παθ., ἴδε κατωτ.: ἀποθ. Εἶμαι ἐν τῇ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Πολυδ. Β΄, 20· πρβλ. νεανισκεύομαι. ΙΙ. ἐν τῇ χρήσει ἀείποτε, πράττω ἢ φέρομαι νεανικῶς, προπετῶς, ἀσκέπτως, τολμηρῶς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653· ν. εἴς τινα Ἰσοκρ. 398C, Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 37· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 482C· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτ., τοιοῦτον νεανιεύομαι, δίδω τοιαύτας νεανικὰς ὑποσχέσεις, Δημ. 401. 24· οὐδ’ ἐνεανιεύσατο τοιοῦτον οὐδὲν ὁ αὐτ. 536. 26· νεανιευσάμενος εἰπεῖν, μετὰ νεανικῆς αὐθαδείας, Πλουτ. Κικ. 1· - μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ μετὰ νεανικοῦ πνεύματος, ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3. - Παθ., ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανεανιευμένοις, εἰς ὅλας τὰς νεανικάς του (ἀπερισκέπτους) πράξεις, Δημ. 520. 28· τὰ νεανιευθέντα Πλουτ. Μάρ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύεται· νέου ἔργα πράττει ἢ καυχᾶται, ἢ μεγαλοφρονεῖ ἐπὶ ἀνδρείᾳ, κομπάζει κενῶς, ἢ τολμᾷ». - Τὸ ἐνεργητ. μόνον παρ’ Ἡσύχ.: «νεανιεύων· μειρακιευόμενος».

French (Bailly abrégé)

1 agir ou parler en jeune homme, càd avec hardiesse, fougue, imprudence;
2 Pass. τὰ νεανιευθέντα PLUT ou τὰ νενεανιευμένα ISOCR traits de jeunesse, de fougue, d’imprudence.
Étymologie: νεανίας.

Greek Monolingual

νεανιεύομαι (Α) νεανίας
1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία
2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό
3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις
4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ κάτι παράτολμα
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὰ νεανιευθέντα και τὰ νενεανιευμένα
νεανικές απερίσκεπτες πράξεις και λόγια, παιδιαρίσματα
6. (σπαν. το ενεργ.) νεανιεύω
α) (κατά τον Ησύχ.) «νεανιεύων
μειρακιευόμενος»
β) καθιστώ κάτι καινούργιο, ανανεώνω.