νέτος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο θηλ. και -α (Μ νέτος)
1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια
2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια
3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος, ασφαλής
4. (για πράγμ.) χωρίς ελάττωμα
5. μτφ. ειλικρινής, αληθινός
νεοελλ.
1. καθαρός, σκέτος
2. (για εμπορεύματα) αυτός του οποίου το βάρος υπολογίζεται καθαρό, αυτός που ζυγίζεται χωρίς απόβαρο
3. (για εργασία) αυτός που τελείωσε, που ήλθε εις πέρας
4. (για πρόσ.) αυτός που τελείωσε την εργασία του, ελεύθερος εργασίας
5. το ουδ. ως ουσ. νέτο
καθαρό βάρος εμπορεύματος χωρίς να συμπεριλαμβάνεται το βάρος συσκευασίας
6. φρ. α) «νέτα τιμή» ή «τιμή νέτο» — η αξία αγοράς ή πώλησης με βάση το καθαρό και όχι το μικτό βάρος εμπορεύματος
β) «έμεινα νέτος» — έμεινα απένταρος ή έμεινα μόνος.
επίρρ...
νέτα
1. καθαρά, όχι μικτά
2. φρ. «νέτα-σκέτα» — σαφώς, απερίφραστα με ειλικρίνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. netto < λατ. nitidus «λαμπρός, στιλπνός» < niteo «λάμπω»].