ορυμαγδός
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρυμαγδός)
(ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. θόρυβος που προκαλείται από δέσμη ξύλων τα οποία ρίχνονται καταγής («ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης», Ομ. Οδ.)
2. ο θορυβώδης ήχος χειμάρρου που χύνεται από βουνό ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας
3. μτφ. όγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. με επίθημα -δος (πρβλ. άραδος, κέλαδος, χρόμαδος). Το θ. αλλά και η σημ. της λέξης οδηγούν στη σύνδεση της με την οικογένεια τών ἐρεύγομαι (II) «μουγκρίζω, βρυχώμαι» και ὠρύομαι. Η σύνδεση αυτή φαίνεται πιο καθαρά στον παράλληλο αθέματο τ. ὀρυγμάδες
θόρυβοι (πιθ. < ὀρυγ-μός, πρβλ. ερύγμηλος). Ο τ. ὀρυμαγδός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. ὀρυγ-αδμός (< ὀρυγ-άζω < θ. ὀρυγ-, με προθεματικό φωνήεν ο- αντί τών ε- και ω- τών ἐρεύγομαι και ὠρύομαι) με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -δος].