ὀπωρώνης

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρώνης Medium diacritics: ὀπωρώνης Low diacritics: οπωρώνης Capitals: ΟΠΩΡΩΝΗΣ
Transliteration A: opōrṓnēs Transliteration B: opōrōnēs Transliteration C: oporonis Beta Code: o)pwrw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὀπωροπώλης (q. v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].