Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ' επίδραση του ιταλ. urlare].