ὀψιβλαστής

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιβλαστής Medium diacritics: ὀψιβλαστής Low diacritics: οψιβλαστής Capitals: ΟΨΙΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: opsiblastḗs Transliteration B: opsiblastēs Transliteration C: opsivlastis Beta Code: o)yiblasth/s

English (LSJ)

ές,

   A late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.

German (Pape)

[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.

Greek Monolingual

ὀψιβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. ὀψέ) + -βλαστής (< βλαστάνω)].