ξενηλασία
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ἡ, at Sparta,
A expulsion of foreigners, X.Lac.14.4 : mostly in pl., Th.1.144, 2.39, Pl. Prt.342c, Lg.950b, Arist.Pol.1272b17.
German (Pape)
[Seite 276] ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλᾰσία: ἡ, ἐν Σπάρτῃ, ἐκδίωξις τῶν ξένων ἐκ τῆς χώρας, Θουκ. 1. 144., 2. 39, Ξεν. Λακ. 14, 4, Πλάτ. Πρωτ. 342C, Νόμ. 950Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 15· πρβλ. Müller Dor. 3. 1. § 2, Arnold εἰς Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bannissement des étrangers.
Étymologie: ξενηλατέω.
Greek Monolingual
η (Α ξενηλασία) ξενηλατώ
η απέλαση τών ανεπιθύμητων ξένων από μία χώρα ή η απαγόρευση εισόδου σε αυτήν, θεσμός που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Σπάρτη προς τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, κατά τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.
β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο
διὸ οὔτε ἔμπορος, οὔτε σοφιστής... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», Πλούτ.).