Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ονειροπολώ

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368

Greek Monolingual

(Α ὀνειροπολῶ, -έω) ονειροπόλος
1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους του ονείρου και της φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και ευχάριστες καταστάσεις για το μέλλον, φαντασιοκοπώ, ρεμβάζω
2. καταλαμβάνομαι από ψεύτικες ελπίδες, παρασύρομαι σε ανεκπλήρωτους πόθους
αρχ.
1. ονειρεύομαι, βλέπω όνειρα («οὐ μάλα σωφρονῶν ἐναργῶς, εἴτε ἐγρήγορεν εἴτε ὠνειροπόλει», Πλούτ.)
2. παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον με όνειρα («ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῑς περὶ σεαυτοῡ», Αριστοφ.)
3. (μέσ. και παθ.) ὀνειροπολοῡμαι, -έομαι
καταδιώκομαι στα όνειρά μου
4. (κατά τον Ησύχ.) προβλέπω το μέλλον με την ερμηνεία τών ονείρων.