ομφακίτης
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀμφακίτης, Α θηλ. ὀμφακῑτις, -ίτιδος)
αργιλοπυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που περιέχει ασβέστιο και νάτριο και ανήκει στην ομάδα τών πυροξένων
μσν.-αρχ.
οίνος που παρασκευαζόταν από άγουρα σταφύλια, ομφακίας
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. το θηλ. ως επίθ. άγουρη («ὀμφακῑτις ἐλαίη», Ιπποκρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η κηκίδα του δένδρου δρυς
4. φρ. «ὀμφακίτης λίθος» — ονομασία ενός πράσινου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. καπνίτης / -ῖτις, μηλίτης / -ῖτις)].