ὀτραλέος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρᾰλέος Medium diacritics: ὀτραλέος Low diacritics: οτραλέος Capitals: ΟΤΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: otraléos Transliteration B: otraleos Transliteration C: otraleos Beta Code: o)trale/os

English (LSJ)

η, ον, (cf. ὀτρύνω)

   A = ὀτρηρός, Opp.H.2.273, Q.S.11.107:— used by Hom. and Hes. only in Adv. -έως, quickly, readily, Il.3.260, Od.19.100, Hes.Sc.410, Sapph.Supp.20a.11, A.R.1.1210.

German (Pape)

[Seite 405] hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rapide, agile.
Étymologie: cf. ὀτρηρός.

Greek Monolingual

ὀτραλέος, -η, -ον (Α)
οτρηρός.
επίρρ...
ὀτραλέως (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ. οτρύνω)].