παιδοφόντης
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = παιδοφονεύς, Ph.2.581.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, = παιδοφονεύς, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφόντης: -ου, ὁ, = παιδοφονεύς, Φίλων 2. 581.
Greek Monolingual
παιδοφόντης, ὁ (Α)
αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φόντης (< θείνω «φονεύω», κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης.