παννύχιος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παννῠχιος Medium diacritics: παννύχιος Low diacritics: παννύχιος Capitals: ΠΑΝΝΥΧΙΟΣ
Transliteration A: pannýchios Transliteration B: pannychios Transliteration C: pannychios Beta Code: pannu/xios

English (LSJ)

ον,

   A all night long, agreeing with the subjects of Verbs, εὗδον παννύχιοι Il.2.2; π. γάρ μοι . . ψυχὴ ἐφεστήκει 23.105; π. δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Hes.Sc.46; π. δ' ἄρα τοί γε [οἱ ἄνεμοι] . . φλόγ' ἔβαλλον Il.23.217; π. μέν ῥ' ἥ γε [ἡ νηῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Od.2.434; π. χοροί S.Ant.153 (lyr.), E.Ba.862 (lyr.); τὸ ἐλλύχνιον . . καίεται παννύχιον Hdt.2.62: neut. παννύχιον as Adv., Porph.Chr.55: regul. Adv. -ίως EM650.48.

German (Pape)

[Seite 460] auch 2 Endgn, die ganze Nacht hindurch dauernd, Etwas thuend; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει, Il. 23, 105; εὗδον παννύχιοι, 2, 2. 7, 478; ἄνεμοι, die ganze Nacht durch wehende Winde, 23, 217; παννύχιος δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι, Hes. Sc. 46; χοροί, Soph. Ant. 153, v. l. παννύχοις; Eur. Bacch. 860 Heracl. 782; – παννύχιον, adverbial, εὕδειν, Il. 2, 24 (vgl. πάννυχος). – Adv., E. M 650, 48.

Greek (Liddell-Scott)

παννύχιος: [ῠ], -η, -ον, Ἀττ. ὡσαύτως ος, ον, δι’ ὅλης τῆς νυκτός, ὁλονύκτιος, καὶ συμφωνεῖ μετὰ τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ῥήματος (πρβλ. πανημέριος), εὖδον παννύχιοι Ἰλ. Β. 2· παννυχίη γάρ μοι.. ψυχὴ ἐφεστήκει Ψ. 105· παννύχιος δ’ ἄρ’ ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 46· παννύχιοι δ’ ἄρα τοίγε [οἱ ἄνεμοι].. φλόγ’ ἔβαλλον Ἰλ. Ψ. 217 παννυχίη.. ψυχὴ ἐφεστήκει αὐτόθι 105· παννυχίη μὲν ρ’ ἥγε [ἡ ναῦς] καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον Ὀδ. Β. 434· π. χοροὶ Σοφ. Ἀντ. 153, Εὐρ. Βάκχ. 862· τὸ ἐλλύχνιον.. καίεται παννύχιον Ἡρόδ. 2. 62. ΙΙ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Β. 24· ὁμαλ. ἐπίρρ. -ίως, Ἐτυμολ. Μέγ. 650. 48 - Πρβλ. πάννυχος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure toute la nuit ; εὗδον παννύχιοι IL ils dormirent toute la nuit ; neutre adv. • παννύχιον IL pendant toute la nuit.
Étymologie: πᾶν, νύξ.

English (Autenrieth)

and πάννυχος: all night long, the night through.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α θηλ. και -ος, ΜΑ
αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα ή που γίνεται καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας («ἔπεστι αὐτὸ τὸ ἐλλύχνιον, καὶ τοῡτο καίεται παννύχιον», Ηρόδ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) παννύχιον
καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας («οὐ χρὴ Παννύχιον, εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
παννυχίως Α
καθ' όλη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + νύχιος «νυκτερινός», πρβλ. εν-νύχιος (βλ. και λ. νύχτα)].