παρορώ

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

(I)
παρορῶ, -άω, ΝΜΑ
1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω
2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν το υπολογίζω, δεν το θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ)
3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ, τοὺς δὲ παρορᾷ», Δίων. Κάσσ.)
νεοελλ.
κλείνω τα μάτια σε κάτι, κάνω στραβά μάτια, κάνω πως δεν βλέπω
αρχ.
1. παραχωρώ, επιτρέπω σε κάποιον κάτι
2. βλέπω άλλα αντ' άλλων, νομίζω ότι είδα κάτι ενώ είδα άλλο πράγμα («ὅσα τε παρακούειν ἤ παρορᾱν ἤ τι ἄλλο παραισθάνεσθαι λέγεται», Πλάτ.)
3. κοιτάζω προς τα πλάγια («ὥστ' εἰς τὸ πλάγιον παρορᾱν ἤ εἰς τὸ πρόσθεν», Αριστοτ.).———————— (II)
-έω, Α
βρίσκομαι δίπλα, συνορεύω («ἡ παροροῡσα χώρα τῷ ίερῷ», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ορῶ (< -ορος < ὅρος), πρβλ. ομ-ορώ].