πατερίτσα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. μπαστούνι που χρησιμοποιούν οι χωλοί στηρίζοντάς την στη μασχάλη, αλλ. δεκανίκι
2. η ποιμαντορική ράβδος τών αρχιερέων
3. ζωολ. κοινή ονομασία σελάχιων χονδριχθύων, ιδίως του είδους Sphyrna zygaena.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατέρα + υποκορ. κατάλ. -ίτσα, ενώ κατ' άλλους < πατερίκα (κατά τα υποκορ. σε -ίτσα) < πατερική (ενν. ράβδος). Οι καρχαρίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έχουν κεφάλι σε σχήμα Τ σαν την πατερίτσα].