πειθήμων

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθήμων Medium diacritics: πειθήμων Low diacritics: πειθήμων Capitals: ΠΕΙΘΗΜΩΝ
Transliteration A: peithḗmōn Transliteration B: peithēmōn Transliteration C: peithimon Beta Code: peiqh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A persuaded, obedient, Nonn.D.24.171,34.92, al. ; μῦθος ib.8.165.    II persuading, convincing, φωνή Tryph. 456.

German (Pape)

[Seite 543] ονος, gehorsam, folgsam, τινί, Sp., wie N. T.; Christod. 1, 12; auch überredend, überzeugend, Tryphiod. 455.

Greek (Liddell-Scott)

πειθήμων: -ον, ὁ ὑπακούων, εὐπειθής, τινὶ Ἀνθ. Π. 2. 12. 2) ὁ ἔχων πίστιν, πιστεύων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 15, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., καταπείθων, πειστικός, Wern εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 455.

Greek Monolingual

-ον, -ονος, Α
(ποιητ. τ.)
1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός
2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].