πικρόγαμος
English (LSJ)
ον,
A attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός 111), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.
German (Pape)
[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).
Greek (Liddell-Scott)
πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les noces ou l’hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.
English (Autenrieth)
having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.