Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πίσος

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίσος Medium diacritics: πίσος Low diacritics: πίσος Capitals: ΠΙΣΟΣ
Transliteration A: písos Transliteration B: pisos Transliteration C: pisos Beta Code: pi/sos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A pease, Pisum sativum, Ar.Fr.22, Eup.301, Thphr. HP8.1.4, Phan.Hist.31, PTeb.9.11 (ii B. C.), etc.:—also πίσον [ῐ], τό, Alex.327. [On the accent v. Hdn.Gr.1.205 ; πισός freq. in codd.]

German (Pape)

[Seite 619] od. πισός, ὁ, auch πίσσος u. πίσον, eine Hülsenfrucht, wahrscheinlich eine Art Erbsen, lat. pisum; Ar. frg. 218; Ath. IX, 406; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πίσος: [ῐ], ὁ, εἶδος ὀσπρίου, πιθ. τὸ «μπιζέλι», Λατ. pisum, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 88, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 25, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4, Ἀθήν. 406C, κτλ.˙ ― ὡσαύτως πίσον, τό, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 63˙ ὑποκορ. πισάριον, τό, Βασίλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pois (légume).
Étymologie: cf. lat. pisum.

Greek Monolingual

(I)
και πισός, ὁ, Α
το φυτό πίσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum].———————— (II)
-ίσεος, τὸ, Α
(επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα
κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ' ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πῖσος (< πιδ-σ-ος) συνδέεται με τα πίδαξ, πιδύω (πρβλ. μύσος: μύδος). Έχει προταθεί επίσης η σύνδεση της με το ρ. πίνω και το τοπωνύμιο Πίσα (πιθ. < πισFα) με βάση το ερμήνευμα του Στεφ. Βυζαντίου: «Πῖσα
πόλις καὶ κρήνη τῆς Ὀλυμπίας»].