πολλαπλότητα
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
Greek Monolingual
η, Ν
1. το να είναι κάτι πολλαπλό
2. μαθημ. τοπολογικός χώρος εφοδιασμένος με μια οικογένεια συστημάτων τοπικών συντεταγμένων που σχετίζονται μεταξύ τους με μετασχηματισμούς συντεταγμένων οι οποίες ανήκουν σε μια ορισμένη κλάση
3. φυσ. η υποδιαίρεση τών ενεργειακών σταθμών ενός μορίου ατόμου ή ατομικού πυρήνα με βάση τις διαφορετικές τιμές του συνολικού σπιν τών συστατικών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλός. Η λ., στον λόγιο τ. πολλαπλότης, μαρτυρείται από το 188β στον Μαργ. Ευαγγελίδη].