πολλαπλάσιος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλᾰσιος Medium diacritics: πολλαπλάσιος Low diacritics: πολλαπλάσιος Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pollaplásios Transliteration B: pollaplasios Transliteration C: pollaplasios Beta Code: pollapla/sios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Alcid.Soph.28), Ion. πολλα-πλήσιος, η, ον, (πολύς)

   A many (or a number of) times as many or as large, Hdt.3.135, 8.140.α'; π. πρὸς πολλοστημόριον Arist.Metaph.1020b27; π. ἤπερ... ἢ . ., many times as many as... many times more or larger than... Hdt.4.50, al., Pl.R.530c: c. gen., Hdt.7.48, Antipho 3.2.10, Th. 4.94, etc.; π. τινὸς τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ the same multiple of... Archim. Spir.19Cor.; also π. τινὸς κατὰ τοὺς ἑξῆς ἀριθμούς ib.Praef. Adv. -ίως Hp.Acut.62, Epicur.Nat.111 G., Archim.Aren.1.2, D.C.44.39, etc.; π. ταχύ Anaxag.9: neut. pl. as Adv., X.Cyr.1.5.9.    II π. ἀναλογία, prob. geometrical progression, Arist.APo.78a1.    III πολλαπλάσιον, τό, a multiple: in pl., ἰσάκις π. equimultiples, Euc.5 Def.5; ὡσαύτως π. the same multiples, Id.5.15.    IV Adv. -ίως by multiplication, Dam.Pr.148.

German (Pape)

[Seite 658] ion. πολλαπλήσιος, auch 2 Endgn, vielfältig, vielmal mehr oder größer; theils absol., Her. 3, 135 u. A., theils mit ἤ, ἤπερ, πολλαπλάσιον τὸ ἔργον ἢ ὡς νῦν ἀστρονομεῖται προστάττεις, Plat. Rep. VII, 530 c, vgl. 534 a, Xen. Cyr. 8, 2, 18 u. A., theils c. gen. wie ein compar. vrbdn, Her. 7, 48 Thuc. 4, 94; τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Plat. Rep. VIII, 555 e; Xen. Cyr. 5, 2, 30 u. öfter; εἰς πολλαπλασίας τούτου συμφορὰς ἥκω, Antiph. 3 β 10; Pol. 1, 33, 10 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλάσιος: α, ον (ος, ον Ἀλκιδάμ. σ. 51 Βεκκῆρ.)· Ἰων. --πλήσιος, η, ον, ὡς τὸ διπλήσιος, ἂν καὶ τὸ α εἶναι βραχύ, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. xxxiv (πολύς)· ― ὡς καὶ νῦν, πολλάκις τόσος, πολλάκις μείζων ἢ πλείων, Ἡρόδ. 3. 135., 8. 140. κ. ἀλλ.· π. πρὸς πολλοστημόριον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1. 2) πολλ. ἢ..., ἢ ἤπερ..., πολλάκις τόσος ὅσος..., πολλάκις πλείων ἢ μείζων ἢ..., Ἡρόδ. 4. 50, Πλάτ. Πολ. 730C· οὕτω μετὰ γεν., Ἡρόδ. 7. 48, Ἀντιφῶν 122. 25, Θουκ. 4. 94. κτλ.· ― Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. 455. 18, κτλ.· ὡσαύτως οὐδ. πληθ, ὡς ἐπίρρ., Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9. ΙΙ. τὸ πολλ. ἀναλογία, ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 12, 7, παρά τινων νομίζεται ὅτι σημαίνει τὴν γεωμετρικὴν πρόοδον (οἷον 2, 4, 8, 16, κτλ.)· παρ’ ἄλλων δὲ ὅτι σημαίνει σειρὰν ἐν ᾗ ἕκαστος τῶν ὅρων εἶναι τὸ τετράγωνον τοῦ προηγουμένου (οἷον 2, 4, 16, 256, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
plusieurs fois aussi grand ou aussi nombreux ; ἤ ou ἤπερ, plusieurs fois aussi grand que ; τινος plusieurs fois aussi grand que qch ; adv. • πολλαπλάσια plusieurs fois autant.
Étymologie: πολύς, -πλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολλαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, ιων. τ. πολλαπλήσιος, -ίη, -ον, Α
1. ο πολλές φορές μεγαλύτερος ή ο πολλές φορές περισσότερος από άλλον
2. το ουδ. ως ουσ. το πολλαπλάσιο(ν)
ο αριθμός που μπορεί να προκύψει από άλλον με πολλαπλασιασμό («το 12 είναι πολλαπλάσιο του 4»)
νεοελλ.
φρ. α) «κοινό πολλαπλάσιο πολλών δεδομένων αριθμών» — ο αριθμός που είναι ταυτοχρόνως πολλαπλάσιο όλων αυτών τών αριθμών
β) «ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο» — το μικρότερο από τα κοινά πολλαπλάσια διαφόρων αριθμών
νεοελλ.-αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πολλαπλάσια
πολλαπλασίως
αρχ.
φρ. α) «πολλαπλάσιος τίνος τῷ αὐτῷ ἀριθμῷ» — το πολλαπλάσιο του ίδιου αριθμού
β) «πολλαπλάσιος ἀναλογία» — γεωμετρική πρόοδος, όπως 2, 4, 8, 16 ή σειρά κατά την οποία καθένας από τους όρους είναι το τετράγωνο του προηγουμένου, όπως 2, 4, 16, 256.
επίρρ...
πολλαπλασίως ΝΜΑ και πολλαπλάσια ΝΑ
με πολλαπλάσιο τρόπο, πολλές φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («τους τε ὐπουργοῡντάς τι πολλαπλασίως ἠμείβετο», Δίων Κάσσ.)
μσν.
με πολλαπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλα- του πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλάσιος].