πότης
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
German (Pape)
[Seite 689] ὁ, Trinker; λύχνος, ein viel Oel verzehrender Lampendocht, Ar. Nub. 58, der auch einen tom. superl. ποτίστατος bildet, starker Zecher, Av. 735; Ael. V. H. 12, 26. – Einzeln bei Sp.; auch πώτης, vgl. Lob. Phryn. 456.
Greek (Liddell-Scott)
πότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων, πολυπότης, θηλ. πότις, (ἀλλὰ τό ἀρσ. φαίνεται ὅτι δὲν τίθεται ἐπὶ προσώπων, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ φιλοπότης, Piers. εἰς Ἡρῳδιαν. 432), πότις γυνὴ Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 607· αὕτη δὲ Λαῒς ἀργὸς καὶ πότις Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 5· ― μεταφορ., πότης λύχνος, ὁ πίνων, καταναλίσκων πολὺ ἔλαιον, Ἀριστοφ. Νεφ. 57· οὕτω, στίλβη πότις Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 15. ― Κωμ. ὑπερθ., ποτίσταται γυναῖκες Ἀριστοφ. Θεσμ. 735, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43 καὶ 178.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui boit beaucoup (lampe).
Étymologie: πίνω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. πότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά σε μεγάλη ποσότητα, μέθυσος, μπεκρής
αρχ.
(για λύχνο) αυτός που καταναλώνει πολύ λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -της].