πριαπισμός
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
German (Pape)
[Seite 700] ὁ, Nachahmung des Priapus, Geilheit, bes. das stete Aufrechtstehen des männlichen Gliedes, Galen.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. κατάσταση συνεχούς γενετήσιου οργασμού και, ιδίως, συχνή ή συνεχής στύση του ανδρικού αιδοίου
2. (κατ' επέκτ.) λαγνεία
νεοελλ.
ιατρ. επίμονη και επώδυνη στύση του πέους χωρίς να συνοδεύεται από σεξουαλική διέγερση ή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πριαπίζω. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. priapism].