προεπιβουλεύω
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.
Greek (Liddell-Scott)
προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.
French (Bailly abrégé)
tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.
Greek Monolingual
Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.