προσαραρίσκω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: προσαραρίσκω Low diacritics: προσαραρίσκω Capitals: ΠΡΟΣΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: prosararískō Transliteration B: prosarariskō Transliteration C: prosararisko Beta Code: prosarari/skw

English (LSJ)

   A fit to: pf. 2 προσάρᾱρα, Ion. -άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725; ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6: Ep. pf. Pass., προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op.431.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰρᾰρίσκω: προσαρμόζω πρός...: ― πρκμ. β΄ προσάρᾱρα, Ἰωνικ. -άρηρα, ἀμεταβ., προσαρμόζομαι εἰς..., χάλκε’ ἐπίσωτρα προσαρηρότα, καλῶς προσηρμοσμένα, Ἰλ. Ε. 725· Ἰωνικός τις παθητ. πρκμ. ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσιόδ., προσαρήρεται ἱστοβοῆι Ἔργ. κ. Ἡμ. 429 (431).

French (Bailly abrégé)

ajuster ou fixer à, τινι.
Étymologie: πρός, ἀραρίσκω.

Greek Monolingual

Α
(αμτβ.) προσαρμόζομαι σε κάτι («ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῑς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῑς τείχεσιν προσαραρέναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω μαζί»].