προσιτός

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῐτός Medium diacritics: προσιτός Low diacritics: προσιτός Capitals: ΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: prositós Transliteration B: prositos Transliteration C: prositos Beta Code: prosito/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8.    II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.

German (Pape)

[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].