προτέμνω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέμνω Medium diacritics: προτέμνω Low diacritics: προτέμνω Capitals: ΠΡΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: protémnō Transliteration B: protemnō Transliteration C: protemno Beta Code: prote/mnw

English (LSJ)

aor. προὔτᾰμον,

   A cut off beforehand, [ὄψον] προταμών Il.9.489.    II cut off in front, cut short, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών Od. 23.196; prune vines, PLond.1.131.375, al. (i A.D.).    III Med., cut forward or in front of one, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην if in ploughing I cut an unbroken furrow before me, Od.18.375; but προταμέσθαι ἀρούρας mow them before, A.R.3.1387.

German (Pape)

[Seite 791] (s. τέμνω), ion. u. ep. προτάμνω, vorher zerschneiden, vorschneiden, πρίν γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.

Greek (Liddell-Scott)

προτέμνω: Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -τάμνω· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. ἀποκόπτω τὸ ἄνω μέροςἁπλῶς κόπτω, Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., κόπτω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) ἀλλά, προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.

French (Bailly abrégé)

f. προτεμῶ, ao.2 προὔταμον;
1 couper en avant, acc.;
2 couper ou retrancher auparavant;
Moy. προτέμνομαι fendre ou tracer devant soi, acc..
Étymologie: πρό, τέμνω.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α τέμνω
1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.)
2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με αμπέλι) κλαδεύω
4. μέσ. προτέμνομαι
α) κόβω προς τα εμπρός ή κόβω πριν από κάποιον άλλο («εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην», Ομ. Οδ.)
β) θερίζω εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).