πρόφαση

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

η / πρόφασις, -άσεως, ΝΜΑ
προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια της μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.)
νεοελλ.
1. το πρώτο στάδιο μίτωσης της κυτταρικής διαίρεσης, το οποίο ακολουθείται από τη μετάφαση
2. φρ. «προφάσεις εν αμαρτίαις» — προσχήματα που προβάλλονται για δικαιολόγηση μιας πράξης ή παράλειψης
αρχ.
1. δικαιολογία (α. «ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει» — είτε η δικαιολογία είναι σπουδαία είτε είναι ασήμαντη, Θουκ.
β. «τῆς αἰτίας τὴν πρόφασιν» — τη βάση της κατηγορίας, Λυσ.)
2. η αληθινή, η βαθύτερη αιτία (α. «οὔτ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου», Ομ. Ιλ.
β. «ἀληθεστάτην πρόφασιν ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ», Θουκ.)
3. (ως ιατρ. όρος) εξωτερική, ερεθιστική αιτία
4. ευκαιρία («ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς ἐμαυτοῡ ἀρχῆς», πάπ.)
5. προειδοποίηση, προειδοποιητικό σημείο («τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾱς προφάσεως ἀλλ' ἐξαίφνης... τῆς κεφαλῆς θέρμαι... ἐλάμβανε», Θουκ.)
6. πειθώ, πειστικότητα
7. πρόλογος
8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) προφάσει
για επίδειξη, προς το θεαθήναι («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι», ΚΔ)
9. φρ. α) «πρόφασιν δίδωμι» — παρέχω αφορμή («οὐκ ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενι κακῷ γενέσθαι», Θουκ.)
β) «πρόφασιν προτείνω [προΐσχομαι ή τίθημι ή παρέχω]» — προβάλλω ως δικαιολογία («πρόφασιν τήν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι», Ηρόδ.)
γ) «προφάσεις ἕλκω» — επιμένω να προφασίζομαι
δ) «πρόφασιν φάσκω» — βρίσκω την ευκαιρία να πω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφαίνω (πρβλ. από-φασις). Η λ. πρόφασις με σημ. «εξωτερική, εμφανής αιτία, προειδοποιητικό σημείο» αλλά και «πρόσχημα, πλαστή δικαιολογία» εμφανίζει τη διπλή σημ. της ρίζας bh(e)ә2- «δηλώνω, λάμπω» και «εξηγώ, μιλώ» τών ρ. φαίνω και φημί].