προσωρινός
Greek Monolingual
και διαλ. τ. προσερινός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που υπάρχει ή διαρκεί για λίγο μόνο χρόνο, πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος («προσωρινή εγκατάσταση»)
2. (πολ. δικ.) αυτός που εκτελείται πρόσκαιρα έως ότου ρυθμιστεί οριστικά
3. φρ. α) «προσωρινή εκτέλεση»
(πολ. δικ.) η εκτέλεση οριστικών δικαστικών αποφάσεων οι οποίες δεν έχουν καταστεί τελεσίδικες, δηλαδή μπορούν να προσβληθούν με τακτικά ένδικα μέσα
β) «προσωρινά μέτρα»
(πολ. δικ.) μέτρα αποτροπής ερίδων, διενέξεων, συγκρούσεων και βιαιοπραγιών ή πιθανολογούμενου κινδύνου καταστροφής ή αλλοίωσης περιουσιακού ή άλλου έννομου αγαθού, τα οποία διατάσσει προσωρινώς, και ωσότου λυθεί το ζήτημα κατά τη συνήθη τακτική διαδικασία, το δικαστήριο ύστερα από σχετική αίτηση του δικαιούχου και σύμφωνα με ειδική διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
γ) «προσωρινή κράτηση»
(νομ.) θεσμός καταργητικός της προσωπικής ελευθερίας κατά τη διάρκεια της προδικασίας, που ισχύει δυνητικά και η εφαρμογή του διατάσσεται με ένταλμα του ανακριτή και με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα.
επίρρ...
προσωρινά και προσωρινώς Ν
κατά τρόπο προσωρινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσώρας + κατάλ. -ινός (πρβλ. σημερ-ινός). Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Ἔγγραφα Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως].