πτώμα

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

το / πτῶμα, ΝΜΑ
το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση του θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ.
γ. «Ἑλένης πτῶμ', ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος σωματικά, κουρασμένος ή εξουθενωμένος ηθικά (α. «έγινα πτώμα με αυτήν την αρρώστια»)
μσν.-αρχ.
1. η πτώση, το πέσιμο («πίπτουσι βροτῶν οἱ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά», Σοφ.)
2. ηθική κατάπτωση («ὦ τοῡ μεγίστου πτώματος, ὦ τῆς ἀπανθρωπίας», Πρόδρ.)
αρχ.1. (σε οικοδόμημα) το πεσμένο, γκρεμισμένο μέρος
2. ρήγμα σε τοίχο
3. οτιδήποτε πεσμένο κάτω («πτώματα ἐλαιῶν»)
4. μέτρηση οφειλομένων, καταβολή χρέους
5. εξοφλητικό, απόδειξη καταβολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ, βλ. λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -μα].