Πύθων

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πύθων Medium diacritics: Πύθων Low diacritics: Πύθων Capitals: ΠΥΘΩΝ
Transliteration A: Pýthōn Transliteration B: Pythōn Transliteration C: Python Beta Code: *pu/qwn

English (LSJ)

[ῡ], ωνος, ὁ, (cf. Πυθώ) the serpent Python, slain by Apollo, Ephor.31(b)J., Apollod.1.4.1, Plu.2.293c.    II παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα Πύθωνα a spirit of divination, Act.Ap.16.16.    2 pl. Πύθωνες, ventriloquists, Plu.2.414e, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Python, serpent tué par Apollon.
Étymologie: DELG Πυθώ.

English (Strong)

from Putho (the name of the region where Delphi, the seat of the famous oracle, was located); a Python, i.e. (by analogy, with the supposed diviner there) inspiration (soothsaying): divination.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πύθωνας Ν
τερατόμορφο φίδι το οποίο εξολοθρεύθηκε από τον Απόλλωνα και το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εγκαθίδρυσή του στους Δελφούς και την απαρχή της εκεί λατρείας του
νεοελλ.
ζωολ. (στον τ. πύθων) γένος νυκτόβιων φιδιών σφιγκτήρων της οικογένειας boidae, που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.-αρχ.
εγγαστρίμυθος
αρχ.
φρ. «πνεῡμα Πύθωνος» — μαντικό πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του Πυθώ με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. Γνάθ-ων). Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. python].