πυρηνώδης

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρηνώδης Medium diacritics: πυρηνώδης Low diacritics: πυρηνώδης Capitals: ΠΥΡΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pyrēnṓdēs Transliteration B: pyrēnōdēs Transliteration C: pyrinodis Beta Code: purhnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a fruit-stone, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.

German (Pape)

[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.

Greek Monolingual

-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).